Μάρκος Σελλής
Ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ζώον ως γνωστόν. Και φυσικά αυτό έχει παίξει πολύ μεγάλο ρόλο στην εξέλιξη και διαμόρφωση αυτού που ονομάζουμε "νοημοσύνη". Έτσι λοιπόν, στα συστατικά του κοκτέιλ επιστημών που λέγεται "γνωσιακή επιστήμη", συμπεριέλαβαν και ένα τμήμα της κοινωνικής ψυχολογίας που λέγεται κοινωνική νόηση.
Στα πλαίσια του αντίστοιχου μαθήματος και της μελέτης των διομαδικών σχέσεων, είχα την ευκαιρία να διαβάσω μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση της Wendy Wood και των συνεργατών της, σχετικά με το παράδοξο του θρησκευτικού ρατσισμού: Πως γίνεται ένα άτομο που ασπάζεται ηθικές αρχές με ρητά πανανθρώπινο χαρακτήρα, ταυτόχρονα να εκφράζει καθαρά ρατσιστικές θέσεις; (Η λέξη ρατσισμός χρησιμοποιείται με τον κυριολεκτικό της ορισμό, δηλαδή τον φυλετικό ρατσισμό).
Πως ερμηνεύονται ορισμένα στατιστικά ευρήματα που δείχνουν πως ορισμένες μορφές θρησκευτικότητας, συσχετίζονταν θετικά με τέτοιες διακρίσεις - αντί να ισχύει το αντίστροφο;
Διαβάστε περισσότερα σε μορφή html ή μέσω της πιο ευανάγνωστης μορφής pdf (από όπου μπορείτε να κατεβάσετε και το έγγραφο στον υπολογιστή σας)
Διαβάστε περισσότερα σε μορφή html ή μέσω της πιο ευανάγνωστης μορφής pdf (από όπου μπορείτε να κατεβάσετε και το έγγραφο στον υπολογιστή σας)
Όταν ένας έντονα υποτακτικός και πιστός νους συνεπαρθεί με την αίσθηση πως ένας συγκεκριμένος υπερ-άνθρωπος είναι άξιος αποκλειστικής αφοσίωσης, τότε ένα από τα πρώτα πράγματα που συμβαίνουν είναι πως ο νους αυτός εκθειάζει την αφοσίωση καθευατή [...] Οι θεολογίες που μιλούν για θεούς που αναγνωρίζουν την δόξα τους και οι εκκλησίες με επεκτατική πολιτική, συντονισμένα επιχειρούν να ενδυναμώσουν αυτό το αίσθημα στο έπακρο, έτσι ώστε η έλλειψη ανοχής και η καταδίωξη του διαφορετικού να ανάγονται σε αρετές που, μερικοί από μας, συσχετίζουν με την αγιότητα. (W.James 1936:373) Εισαγωγή Ήδη από το 1950 κορυφαίοι ψυχολόγοι όπως ο Alport εξέφραζαν τον προβληματισμό τους σχετικά με το πως είναι δυνατόν άνθρωποι που ασπάζονται θρησκευτικές ιδέες με ανθρωπιστικό περιεχόμενο, να υποστηρίζουν παράλληλα τις φυλετικές προκαταλήψεις. Δε θα μας απασχολήσει τόσο η περίπτωση κατά την οποία ο πιστός ξεκάθαρα επιλέγει να μην ασπάζεται τις οικουμενικές ανθρωπιστικές ιδέες που περιέχονται στην θρησκευτική του πίστη. Ένα τέτοιο παράδειγμα θα ήταν ο Γάλλος αριστοκράτης Gobinau που τον 19ο αιώνα θεωρούσε την Βίβλο ως αξιόπιστη ιστορική πηγή - το περιεχόμενο της οποίας όμως αναφέρεται αποκλειστικά στην καταγωγή της λευκής ανώτερης φυλής. Επομένως το όποιο ανθρωπιστικό περιεχόμενο δεν είναι δυνατόν να αφορά τις υπόλοιπες κατώτερες φυλές. Ο ισχυρισμός του Gobinau είναι ξεκάθαρος. Όμως η πραγματική αντίφαση, που ίσως είναι και η πιο ενδιαφέρουσα, έγκειται στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες συνυπάρχουν παράλληλα η πίστη σε οικουμενικά ανθρωπιστικά ιδανικά θρησκευτικής προέλευσης και ο φυλετικός ρατσισμός. Σε μία μετα-ανάλυση του 2010 οι Wood et all διερεύνησαν αυτή την αντιφατική σχέση. Οι συγγραφείς επέλεξαν να ξεκινήσουν την δημοσίευσή τους με μία ρήση του Martin Luther King: “Κάθε Κυριακή στις 11:00 ζούμε την στιγμή του πιο έντονου φυλετικού διαχωρισμού”. Πράγματι, μέχρι και το 1998 στις ΗΠΑ, σχεδόν το 50% όσων εκκλησιάζονται ήταν απολύτως διαχωρισμένοι φυλετικά – ενώ μόνο σε ένα 12% υπήρχε έστω και μέτρια φυλετική ανάμειξη. Παρ' όλο τον ρητά πανανθρώπινο χαρακτήρα ορισμένων βασικών ιδανικών της θρησκείας, φαίνεται πως, όπως θα δούμε και στη συνέχεια αναλυτικότερα, το “αγάπα το πλησίον σου” περιορίζεται σημαντικά στα πλαίσια της φυλής, του έθνους ή κάποιας άλλης ομάδας με την οποία ταυτίζεται ο θρησκευόμενος. Η ρήση λοιπόν αυτού του χριστιανού ιερέα που πρωτοστάτησε στις κινητοποιήσεις που είχαν σαν αποτέλεσμα την νομική εξάλειψη των φυλετικών διακρίσεων, φαίνεται να είναι ακόμη και σήμερα επίκαιρη. Η παρούσα εργασία βασίστηκε στην έρευνα των Wood et all (2010), από όπου προέρχονται και οι βιβλιογραφικές παραπομπές. Οι έρευνες στις οποίες στηρίχθηκε η μετα-ανάλυση προέρχονται από τις ΗΠΑ για την χρονική περίοδο που ξεκινά από την επίσημη νομοθετική κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων, δηλαδή ένα χρόνο μετά τις μαζικές διαμαρτυρίες που συγκλόνισαν τις ΗΠΑ το 1963, έως και το 2008. Οι συμμετέχοντες ήταν κυρίως λευκοί Χριστιανοί, ωστόσο οι συγγραφείς αναφέρουν έναν αριθμό δια-πολιτισμικών ερευνών που επιβεβαιώνουν την ίδια δομή στις θρησκευτικές αξίες και τα κίνητρα που συσχετίζονται με τον ρατσισμό και σε Μουσουλμάνους, Καθολικούς και Εβραίους (Saroglou et al 2004), ενώ η συσχέτιση συντηρητικών αξιών και θρησκευτικότητας φαίνεται επίσης να παρουσιάζει έντονη ομοιότητα σε μια έρευνα που συμπεριέλαβε συμμετέχοντες από 71 έθνη (Norris & Inglehart 2004). Που οφείλεται η παράδοξη εκ πρώτης όψης αντίφαση; Η πρώτη και πιο προφανής εξήγηση σχετίζεται με την βασική δυναμική των διομαδικών σχέσεων και συγκεκριμένα με το πως η ταύτιση με την θρησκευτική ενδο-ομάδα δημιουργεί προκαταλήψεις προς τις εξω-ομάδες. Ένας ακόμη πιθανός παράγοντας που εντόπισαν οι συγγραφείς, σχετίζεται με ορισμένα από τα βασικά κίνητρα που βρίσκονται πίσω από την αφοσίωση των ανθρώπων στην θρησκεία: Αυτά περιλαμβάνουν την ανάγκη κοινωνικής ένταξης και την ανάγκη για ένα δογματικό σύστημα αξιών με τη μορφή της παράδοσης (Schwartz & Huismans, 1995). Φυσικά άλλα κίνητρα πίσω από την θρησκευτικότητα δεν προάγουν τον ρατσισμό, όπως λόγου χάρη η ανθρωπιστική συμπεριφορά καθώς και η ανάγκη για αναζήτηση πνευματικότητας/νοήματος. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, οι δύο αυτές εξηγήσεις φαίνεται να στηρίζονται από τα ευρήματα των συγγραφέων. Διομαδικές σχέσεις στην περίπτωση της θρησκείας Από τα κλασσικά πειράματα του Tajfel γνωρίζουμε πως οι μηχανισμοί κατηγοριοποίησης διαμορφώνουν την αντίληψή μας σε ένα πολύ βασικό επίπεδο. Από την στιγμή που θα θεωρήσουμε τον εαυτό μας μέλος μιας κοινωνικής ομάδας ,τείνουμε να αμβλύνουμε τις ενδο-ομαδικές διαφορές ενώ παράλληλα αντιλαμβανόμαστε εντονότερα τις διαφορές με την εξω-ομάδα. Η ένταξη σε μια θρησκευτική ομάδα οργανώνει τις κοινωνικές αντιλήψεις του ατόμου όπως ακριβώς και η ένταξή του σε μια πολιτική, εθνική ή οποιαδήποτε κοινωνική ομάδα. Ειδικότερα στην περίπτωση της θρησκείας, ο διαχωρισμός είναι πολλές φορές ακόμη πιο έντονος και, τα άτομα που νιώθουν έντονη ταύτιση με μια τέτοια ομάδα, είναι πιθανό να υποβαθμίζουν τα μέλη των εξω-ομάδων (Jackson & Hunsberger, 1999). Ας μην ξεχνάμε πως, τουλάχιστον στις τρεις μεγάλες θρησκείες που κατάγονται από την Ιερουσαλήμ, ο διαχωρισμός από την εξω-ομάδα τονίζεται ρητά και μάλιστα σε κεντρικά σημεία των κειμένων τους: Λόγου χάρη οι πρώτες από τις δέκα εντολές, δεν είναι είναι αφιερωμένες σε κάποια βασική ηθική αρχή όπως το “ου φονεύσεις”. Αντιθέτως πρώτα πρώτα τονίζεται η σημαντικότητα της διάκρισης με την εξω-ομάδα: Η απαγόρευση της λατρείας άλλων θεοτήτων είναι η πρώτη εντολή, ενώ οι αμέσως επόμενες υπογραμμίζουν τον ίδιο διαχωρισμό με διαφορετικά λόγια. Ενδεχομένως αυτό το χαρακτηριστικό να βοήθησε στη διάδοση και επικράτηση αυτών των θρησκειών έναντι άλλων ανταγωνιστικών που δεν διέθεταν τόσο ρητή απαγόρευση περιστασιακής συμμετοχής σε λατρευτικές εκδηλώσεις διαφορετικών δογμάτων. Παράλληλα όμως ισχυροποίησε τον έντονο διαχωρισμό από την εξω-ομάδα. Είναι χαρακτηριστικό πως, ιδίως στα άτομα που από μικρή ηλικία κοινωνικοποιούνται στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης θρησκευτικής κοινότητας, υπάρχει αυξημένη τάση κοινωνικής κατηγοριοποίησης που αντιπαραθέτει με έντονο τρόπο το “εμείς” με τους “άλλους”, διάκριση που μπορεί να γενικευτεί και να επεκταθεί και σε άλλες κοινωνικές κατηγοριοποιήσεις, συμπεριλαμβανομένης και της φυλής (Altemeyer, 2003). Επίσης ένα χαρακτηριστικό που προωθεί τις φυλετικές διακρίσεις είναι το γεγονός πως τα άτομα που φαίνονται να είναι διαφορετικά μπορεί να θεωρηθεί πως υποστηρίζουν διαφορετικές αξίες ζωής. Αυτή η διαφορετικότητα εκλαμβάνεται ως ανταγωνισμός για πόρους όπως για παράδειγμα η πολιτική αντιπροσώπευση ή η πιθανότητα θρησκευτικού προσηλυτισμού. Αυτό εμπίπτει στην ερμηνεία της θεωρίας της ρεαλιστικής σύγκρουσης (Sheriff, 1966) σύμφωνα με την οποία πολλές φορές η διομαδικές συγκρούσεις μπορεί να κρύβουν πραγματικό ανταγωνισμό και σύγκρουση συμφερόντων. Για παράδειγμα πολλοί φανατικοί θρήσκοι καταφέρονται εναντίων των ομοφυλόφιλων ή των ανύπαντρων μητέρων, στο βαθμό που αυτές οι ομάδες ανθρώπων κρίνονται πως απειλούν τις σημαντικές αξίες τους (Jackson & Esses, 1997). Κοινωνικές αξίες που προωθούν τον ρατσισμό Η θρησκεία μεταξύ άλλων, είναι ένα σύνολο αξιών που εξηγεί και δικαιολογεί τις κοινωνικές νόρμες και έτσι ενθαρρύνει την αποδοχή και διατήρηση της παρούσας κοινωνικής τάξης (Roccas, 2005; Schwartz & Huismans, 1995). Την διαπίστωση αυτή στηρίζουν συσχετίσεις μεταξύ μεγαλύτερης θρησκευτικότητας και μεγαλύτερου σεβασμού για την παράδοση (r=0,45) καθώς και μεγαλύτερη κοινωνική συμμόρφωση (r=0,23) που προέκυψαν από μια μετα-αναλυτική επισκόπηση μεταξύ 15 χωρών και 5 διαφορετικών θρησκειών (Saroglou et al, 2004). Όπως και η θρησκεία, έτσι και οι ρατσιστικές πεποιθήσεις εμπεριέχουν μια αιτιολόγηση για ορισμένες παραδόσεις, ιδιαίτερα αυτές που αφορούν στις κοινωνικές ιεραρχίες που αντικατοπτρίζουν την κυριαρχία των λευκών στις ΗΠΑ. Φαίνεται επίσης πως οι πολιτικά συντηρητικοί είναι πιθανότερο να έχουν εθνοκεντρικές ή ρατσιστικές ιδέες, συγκριτικά με τους φιλελεύθερους (liberals) (Federico & Sidanius, 2002; Napier & Jost, 2008). Η διατήρηση και αποδοχή της παρούσας κοινωνικής τάξης παρουσιάζει έντονη συσχέτιση με ρατσιστικές πεποιθήσεις. Οι συγγραφείς αναφέρουν και άλλες δια-πολιτισμικές έρευνες που συσχετίζουν τον πολιτικό συντηρητισμό με την θρησκευτικότητα αλλά και τον ρατσισμό. Για την Ελλάδα δεν αναφέρονται σχετικές έρευνες, ωστόσο ίσως είναι ενδιαφέρον να αναφέρουμε ένα παράδειγμα. Στο βιβλίο ενός ομότιμου καθηγητή φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών αναφέρεται ρητά πως η λευκή φυλή είναι “η πιο ανεπτυγμένη”, σε αντίθεση με την “μαύρη φυλή” που είναι “η ολιγότερο ανεπτυγμένη” (Η Ψυχολογία του ανθρώπου, Γ. Κωσταράς 2001). Ο συγκεκριμένος καθηγητής είναι χριστιανός ορθόδοξος και συχνά στις ομιλίες του τονίζει τη σημασία της θρησκευτικής πίστης αλλά και την αξία των πανανθρώπινων ιδανικών – όπως άλλωστε αναφέρει στο ίδιο βιβλίο, λίγες γραμμές μετά από την αναφορά του στις “διαφορές των φυλών”. Τέτοιου είδους αντιφατικές πεποιθήσεις θα μπορούσαν ενδεχομένως να αποτελέσουν υλικό μελλοντικής έρευνας, όπως αναφέρουμε αναλυτικά στην σχετική παράγραφο. Οι συγγραφείς στην ανάλυσή τους χρησιμοποίησαν δύο δείκτες που εκφράζουν τις πτυχές εκείνες της θρησκευτικότητας που προωθούν τον ρατσισμό: 1. “Εξωτερική” θρησκευτικότητα Ουσιαστικά εκφράζει κίνητρα “εργαλειακής φύσης” πίσω από την θρησκευτικότητα και βασίζεται στις ανάγκες κοινωνικής ένταξης, ασφάλειας και αποδοχής από τους άλλους (Allport & Ross, 1967) . Οι άνθρωποι για τους οποίους αυτά τα κίνητρα είναι σημαντικά, χρησιμοποιούν την θρησκεία και την θρησκευτική κοινωνικότητα ως μέσο για την επίτευξη στόχων. Έτσι λοιπόν είναι πιο ευάλωτοι στα στερεότυπα που μοιράζονται οι “σημαντικοί άλλοι”. Μια παλαιότερη μετά-ανάλυση δείχνει θετική συσχέτιση μεταξύ “εξωτερικής” θρησκευτικότητας και ρητές αυτοαναφορές ρατσιστικών πεποιθήσεων (r=0,28, Donahue, 1985). 2. Θρησκευτικός εξτρεμισμός Ο θρησκευτικός εξτρεμισμός είναι ο θρησκευτικός προσανατολισμός που αντανακλά την άνευ αμφισβήτησης αποδοχή θρησκευτικών αληθειών (Altemeyer & Hunsberger, 1992). Αυτή η άνευ αμφισβήτησης αποδοχή, μπορεί να επεκταθεί και σε άλλους τομείς σκέψης, δημιουργώντας ένα ιδιαίτερα άκαμπτο και δογματικό τρόπο συλλογισμού (Hunsberger, Alisat, Pancer, & Pratt, 1996). Επιπλέον, ο θρησκευτικός εξτρεμισμός θεωρείται συχνά μια εκδήλωση “δεξιού αυταρχισμού” (RWA), που εκφράζει την υπακοή στην εξουσία, την επιθετικότητα προς τις εξω-ομάδες (Altemeyer & Hunsberger, 2005). Παλαιότερες ερευνητικές ανασκοπήσεις επίσης δείχνουν συσχέτιση μεταξύ προκαταλήψεων και εξτρεμισμού (Hunsberger & Jackson, 2005). Αξίες που προωθούν την Ανεκτικότητα Σε όλες τις μεγάλες θρησκείες υπάρχει η ρητή διδαχή της αγάπης και της αποδοχής του άλλου και επομένως πολλοί θρήσκοι άνθρωποι βιώνουν την θρησκευτικότητα ως έναν προσανατολισμό που τείνει στην ομαλή κοινωνική συμβίωση και το συνολικό όφελος. Ωστόσο τα θρησκευτικά κίνητρα τείνουν να συσχετίζονται με έναν ανθρωπισμό που κυρίως εκφράζεται προς τα μέλη της ενδο-ομάδας (Graham & Haidt, 2010; Norenzayan & Shariff, 2008). Πολλοί θρήσκοι άνθρωποι έχουν θετικές ανθρωπιστικές αξίες που αντανακλούν μη εγωιστική συμπεριφορά σε σχέση με τους κοντινούς τους ανθρώπους, χωρίς όμως καθολικότητα που θα απαιτούσε την αποδοχή της ποικιλότητας και την έκφραση της ανησυχίας για το καλό όλων των ανθρώπων (r= - 0,09 – Saroglou, 2004). Επίσης ενδεικτικό είναι το γεγονός πως, ο βαθμός θρησκευτικότητας, προέβλεπε το πόσο θα βοηθούσε κάποιος ένα μέλος της της οικογένειάς τους ή κοντινούς τους ανθρώπους, αυτό όμως δεν συνέβαινε και στην περίπτωση αγνώστων (Saroglou, Pichon, Trompette, Verscheuren & Dernelle 2005). Δύο άλλες ομάδες κινήτρων που σχετίζονται με μορφές θρησκευτικότητας και που ενδεχομένως να ευνοούν την ανεκτικότητα είναι τα εξής: 1. “Εσωτερική” θρησκευτικότητα. Οι άνθρωποι των οποίων η θρησκευτικότητα πηγάζει κυρίως από αυτή την ομάδα κινήτρων, βλέπουν την θρησκεία ως ένα σκοπό καθεαυτό (Allport & Ross 1967). Σε αυτή την περίπτωση έχει παρατηρηθεί σε μια προκαταρκτική μετα-ανάλυση έξι ερευνών, αρνητική συσχέτιση μεταξύ ρατσισμού και θρησκευτικότητας (r=-0,09, Donahue, 1985). Παρ' όλα αυτά δεν υπήρξε ξεκάθαρη συσχέτιση με την ανεκτικότητα. Οι άνθρωποι που έχουν τέτοια “εσωτερικά” κίνητρα θρησκευτικότητας τείνουν να αυτο-στερεοτυποποιούνται, αποδίδοντας στον εαυτό τους τα ιδανικά χαρακτηριστικά της θρησκευτικής τους ομάδας (Burris & Jackson, 2000). Είναι πολύ ενδιαφέρον το γεγονός πως φαίνεται να να εκδηλώνουν ανεκτικότητα σε θέματα ρατσισμού όταν οι μετρήσεις είναι άμεσες αυτοαναφορές, όμως αυτό δεν συμβαίνει όταν οι μετρήσεις είναι έμμεσες (Batson, Flink, Schoenrade, Fultz, & Psych, 1986, Batson, Naifeh, & Pate, 1978). Οι έμμεσες μετρήσεις γίνονται με τρόπο που δεν καθιστούν προφανές το αντικείμενο της έρευνας, κι έτσι δεν υπόκεινται σε μεροληψίες που σχετίζονται με το τι είναι θεωρείται κοινωνικά αποδεκτή απάντηση. Τα ευρήματα αυτά στηρίζονται και από μια σειρά άλλων ερευνών όπως για παράδειγμα το ότι μεγαλύτερη “εσωτερική” θρησκευτικότητα συσχετίζεται με μικρότερη αυτοαναφορά εχθρικότητας και εκδικητικότητας προς τους άλλους – χωρίς όμως να συνοδεύεται από πραγματική παράλληλη μείωση αυτής της συμπεριφοράς στην περίπτωση έμμεσων μετρήσεων (Greer, Berman, Varan, Bobryki, & Watson, 2005; Leach, Berman, & Eubanks, 2008) . 2. Αγνωστικισμός ή κίνητρο “αναζήτησης” (quest motive) Μια άλλη μορφή ή πτυχή της θρησκευτικότητας που ενδεχομένως να ενισχύει την διαφυλετική ανεκτικότητα είναι η αναγνώριση των θρησκευτικών αμφιβολιών, η αποδοχή αλλαγών και η ετοιμότητα συλλογισμού υπαρξιακών ερωτημάτων (“κίνητρο αναζήτησης” – quest motivation, Batson, 1976; Batson & Stocks, 2005). Το κίνητρο αυτό φαίνεται να συσχετίζεται αρνητικά με την συμμετοχή σε θρησκευτικές τελετουργίες (Altemeyer & Hunsberger, 1992; Lavric &Flere, 2008). Σύμφωνα με τους συγγραφείς, μια από τις πιο γνωστές έρευνες σχετικά με αυτό το κίνητρο εστίασε σε Χριστιανούς φοιτητές που εξέφραζαν τουλάχιστον μέτριο ενδιαφέρον για την θρησκεία (Batson & Stocks, 2005). Σε αυτό το δείγμα φαινόταν να συσχετίζεται θετικά η ύπαρξη του κινήτρου αναζήτησης με την αμφισβήτηση θρησκευτικών ιδρυμάτων – αμφισβήτηση που επεκτεινόταν και σε άλλους τομείς, όπως οι διαφυλετικές σχέσεις. Επομένως αυτοί οι φοιτητές έδειχναν μια τάση θετικής συσχέτιση μεταξύ του κινήτρου αυτού και της φυλετικής ανεκτικότητας (Hunsberger &Jackson, 2005). Προβλέψεις της μετα-ανάλυσης Η μετα-ανάλυση των Wood et al (2008) εξέτασε αναλυτικά τις σχέσεις μεταξύ του ρατσισμού και των κοινωνικο-γνωστικών κινήτρων πίσω από την θρησκευτικότητα. Οι προβλέψεις τους ήταν οι ακόλουθες: Στο βαθμό που η ταύτιση με την θρησκευτική ενδο-ομάδα ευνοεί μια δυναμική στις διομαδικές σχέσεις που ενθαρρύνει την υποτίμηση των εξω-ομάδων, η μεγαλύτερη ταύτιση θα σχετίζεται με τον ρατσισμό. Επίσης, στο βαθμό που η “εξωτερική” θρησκευτικότητα και ο θρησκευτικός εξτρεμισμός αντανακλούν την συμμόρφωση με τις κοινωνικές παραδόσεις, αυτά τα κίνητρα θα συσχετιστούν θετικά με τον ρατσισμό. Ο εξτρεμισμός επίσης πιθανότατα θα σχετίζεται με την ρατσιστική προκατάληψη, διότι θεωρείται πως συνδέεται στενά με τον δείκτη RWA, ο οποίος επίσης σχετίζεται με την απόρριψη του “διαφορετικού άλλου”. Επιπλέον η “εσωτερική” θρησκευτικότητα, στο βαθμό που βασίζεται στην επιθυμία για κοινωνική αποδοχή (social desirability), θα δίνει κίνητρα να ακολουθείται το θρησκευτικό ιδανικό και η διαφυλετική ανεκτικότητα όταν αυτά μετρώνται με άμεσο αυτοαναφορικό τρόπο. Όμως όπως είδαμε, αυτό δε θα είναι τόσο εμφανές όταν οι μετρήσεις είναι έμμεσες (και άρα λιγότερο εκτεθειμένες σε μεροληψίες που σχετίζονται με το τι είναι κοινωνικά επιθυμητό). Τέλος, ο αγνωστικισμός με την έννοια της εσωτερικής αμφισβήτησης κοινωνικών θεσμών/ιδρυμάτων, θα πρέπει να συσχετίζεται θετικά με μεγαλύτερη διαφυλετική ανεκτικότητα. Οι συγγραφείς επίσης εξέτασαν έναν αριθμό από πιθανούς περιορισμούς στην έρευνά τους, όπως για παράδειγμα τα όρια της ανάλυσης κινήτρων ή το κατά πόσον τα κίνητρα της κοινωνικής συμμόρφωσης αλλάζουν με τον χρόνο, καθώς μειώνεται σταδιακά η κοινωνική αποδοχή του ρατσισμού ύστερα από την νομοθετική απαγόρευσή του στις ΗΠΑ το 1964. Επίσης εφόσον ο ρατσισμός προκύπτει από ορισμένες από τις αξίες που αποτελούν κίνητρα θρησκευτικότητας, τότε ο θρησκευτικός ρατσισμός θα πρέπει να είναι πιο έντονος σε μελέτες όπου οι συμμετέχοντες είναι κυρίως θρήσκοι. Τέλος πραγματοποίησαν και μετρήσεις ώστε να ελέγξουν αν υπάρχουν επιδράσεις του τομέα από τον οποίο προέρχονται οι δημοσιεύσεις ή οι αδημοσίευτες έρευνες. Για παράδειγμα, αν στα περιοδικά κοινωνιολογίας υπάρχει αυξημένη τάση να γίνονται αποδεκτές δημοσιεύσεις που παρουσιάζουν μια αρνητική εικόνα για την θρησκεία, τότε θα πρέπει να προκύψουν ισχυρότερες ενδείξεις θρησκευτικού ρατσισμού από τις δημοσιεύσεις στα εν λόγω περιοδικά. Μέθοδος Οι κλίμακες που χρησιμοποιήθηκαν για την μέτρηση των συγκεκριμένων πτυχών της θρησκευτικότητας, οι πηγές καθώς και η μέθοδος εκτίμησης των μεγεθών επίδρασης, περιγράφονται αναλυτικά από το άρθρο. Στην στατιστική ανάλυση χρησιμοποιήθηκαν και ορισμένες αντισταθμιστικές μέθοδοι, όπως λόγου χάρη την πραγματοποίηση ξεχωριστών συσχετίσεων μεταξύ των διάφορων κλιμάκων που χρησιμοποιήθηκαν για την μέτρηση της θρησκευτικότητας. Προκειμένου να υπολογιστεί ο μέσος όρος των μεγεθών επίδρασης μεταξύ ερευνών, το κάθε μέγεθος επίδρασης διαιρέθηκε με την διακύμανση της εκάστοτε έρευνας, έτσι ώστε οι έρευνες με μεγαλύτερο αριθμό συμμετεχόντων (και άρα πιο ακριβείς εκτιμήσεις), να έχουν μεγαλύτερη επιρροή στο τελικό αποτέλεσμα. Αποτελέσματα Όπως προέβλεψαν οι ερευνητές, η απάντηση στο ερώτημα του κατά πόσον οι θρήσκοι έχουν περισσότερες ρατσιστικές προκαταλήψεις, εξαρτάται από τα κοινωνικο-γνωστικά κριτήρια που βρίσκονται πίσω από την θρησκευτικότητά τους. Σε συμφωνία με τις υποθέσεις που διετύπωσαν, η μεγαλύτερη ταύτιση με την θρησκευτική ομάδα, η μεγαλύτερη “εξωτερική” θρησκευτικότητα καθώς και ο θρησκευτικός εξτρεμισμός, συσχετίστηκαν θετικά με τον ρατσισμό. Η μεγαλύτερη “εσωτερική” θρησκευτικότητα και το κίνητρο της αναζήτησης (quest motive) συσχετίστηκαν αρνητικά με τον ρατσισμό, δηλαδή υπήρξε μεγαλύτερη δια-φυλετική ανεκτικότητα σε αυτές τις περιπτώσεις. Τα αποτελέσματα φαίνονται στον Πίνακα 1. Προκειμένου να ισχυροποιήσουν την σύνδεση με τα κίνητρα πίσω από την θρησκευτικότητα, όπως αυτά εκφράζονται από τους δείκτες που προαναφέραμε, διερευνήθηκε και το αν υπήρχε συσχέτιση μεταξύ της ορθοδοξίας της πίστης και ρατσιστικών πεποιθήσεων - δηλαδή το κατά πόσον η πίστη των συμμετεχόντων στο ακριβές περιεχόμενο των εκάστοτε δογμάτων σχετίζεται με τον ρατσισμό. Δεν βρέθηκε στατιστικώς σημαντική συσχέτιση. Επομένως, τα αποτελέσματα φαίνεται να αντανακλούν κοινωνικο-γνωστικά κίνητρα πίσω από τις μορφές θρησκευτικότητας και όχι το συγκεκριμένο περιεχόμενο του κάθε δόγματος. Ένας αριθμός μετρήσεων πραγματοποιήθηκε για την σύγκριση των μεγεθών επίδρασης μεταξύ δημοσιευμένων και αδημοσίευτων μελετών: Για την περίπτωση της “εξωτερικής” θρησκευτικότητας δεν βρέθηκαν ενδείξεις μεροληψίας, ενώ στις υπόλοιπες μετρήσεις βρέθηκαν κάποιες αποκλίσεις που σταθμίστηκαν χωρίς να μεταβληθούν τα αποτελέσματα. Οι ερευνητές παραθέτουν λεπτομερείς στατιστικές αναλύσεις και για έναν αριθμό άλλων ερωτημάτων, όπως για παράδειγμα πως μεταβάλλεται η θρησκευτικότητα στο χρόνο σε σχέση με τη μεταβολή των ρατσιστικών πεποιθήσεων στο χρόνο – ώστε να εκτιμηθεί το κατά πόσον αντανακλάται στην “εξωτερική” θρησκευτικότητα το κίνητρο αποδοχής των κοινωνικά αποδεκτών απόψεων. Επιβεβαίωσαν τις υποθέσεις τους και σε αυτή την περίπτωση. Εντοπίστηκαν επίσης οι αναμενόμενες διαφορές μεταξύ των κλάδων από όπου προέρχονταν οι δημοσιεύσεις καθώς και η σύνδεση της ανάλυσης κινήτρων με τις ρατσιστικές πεποιθήσεις. Η αναλυτική παρουσίαση των αποτελεσμάτων υπάρχει στην δημοσίευση των Wood at al (2008). Συζήτηση Το παράδοξο του θρησκευτικού ρατσισμού φαίνεται να σχετίζεται με ορισμένα από τα κίνητρα που βρίσκονται πίσω από την θρησκευτικότητα. Και μόνο η ταύτιση με μια θρησκευτική ομάδα φαίνεται να αρκεί ώστε η δυναμική των διομαδικών σχέσεων να επιβάλλει την αρνητική στάση προς τις εξωομάδες με ρατσιστικά κριτήρια. Οι αξίες της κοινωνικής συμμόρφωσης και του σεβασμού στην παράδοση λειτουργούν ως κίνητρα για την θρησκευτικότητα και παράλληλα ως κίνητρα για την αποδοχή των κατεστημένων ρατσιστικών κοινωνικών διαχωρισμών. Παρ' όλο που θα περίμενε κανείς πως οι θρησκευόμενοι άνθρωποι θα έδειχναν αυξημένη τάση αποδοχής του διαφορετικού άλλου λόγω θρησκευτικών ανθρωπιστικών κινήτρων, στην πραγματικότητα ο ανθρωπισμός τους εκφράζεται κυρίως προς τα μέλη της ενδο-ομάδας. Έτσι, βρέθηκαν ελάχιστα ευρήματα που υποστήριζαν τη θέση πως η θρησκευτικότητα μπορεί να ευνοεί την διαφυλετική ανεκτικότητα. Οι άνθρωποι που ήταν “εσωτερικά” θρήσκοι εξέφραζαν όντως ανεκτικότητα όταν οι μετρήσεις ήταν ρητές και άμεσες, μα οι αποκρίσεις αυτές φαίνεται πως αντανακλούσαν μεροληψίες κοινωνικής αποδοχής. Όταν οι ίδιοι άνθρωποι ελέγχθηκαν με έμμεσο τρόπο, χρησιμοποιώντας δείκτες και μεθόδους που δεν καθιστούσαν σαφή τον σκοπό των ερωτήσεων (λόγου χάρη, όταν είχαν την επιλογή να αλληλεπιδράσουν με ανθρώπους διαφορετικής φυλής), τα αποτελέσματα έδειξαν πως μόνο τα άτομα με “αγνωστικιστική θρησκευτικότητα” φάνηκε να δείχνουν διαφυλετική ανεκτικότητα. Δηλαδή άνθρωποι που αναγνώριζαν τις θρησκευτικές αμφιβολίες, αποδέχονταν αλλαγές και επεδείκνυαν μια ετοιμότητα συλλογισμού υπαρξιακών ερωτημάτων. Ένας επιπλέον λόγος που φαίνεται να ενισχύει τις προκαταλήψεις προς τους “διαφορετικούς άλλους” στην περίπτωση της θρησκείας είναι το γεγονός πως η θρησκευτική λατρεία συχνά έχει σαν στόχο θεότητες στις οποίες έχουν αποδοθεί χαρακτηριστικά της ενδο-ομάδας. Ο Ξενοφάνης τον 6ο αιώνα π.Χ έλεγε πως οι θρησκευτικές αναπαραστάσεις των θεοτήτων (πχ αγάλματα ή εικόνες), κατασκευάζονται από τους πιστούς με βάση την δική τους εικόνα, ενώ αστειευόμενος πρόσθετε πως αν οι αγελάδες είχαν θεούς, τότε αυτοί θα έμοιαζαν εκπληκτικά με αγελάδες. Η τάση αυτή για τον τρόπο με τον οποίο απεικονίζονται οι θεότητες πιθανότατα να συμβάλει στην ενίσχυση των διακρίσεων προς τους “διαφορετικούς άλλους” των εξω-ομάδων. Παρ' όλο που η ταύτιση με την ενδο-ομάδα δεν οδηγεί πάντοτε στην υποτίμηση της εξω-ομάδας, η ηθική ανωτερότητα που αποδίδουν τα μέλη της στον εαυτό τους, μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη διομαδικής προκατάληψης (Brewer, 1979). Στην περίπτωση αυτή το αίσθημα της ηθικής ορθότητας προωθείται με την διδασκαλία της ενδο-ομαδικής πίστης και αφοσίωσης που ενδυναμώνει την αίσθηση της ηθικής κοινότητας (Graham & Haidt, 2010). Σαν αποτέλεσμα, ο θρησκευόμενος μπορεί να υποτιμά τα μέλη εξω-ομάδων λόγω αποδιδόμενης ηθικής κατωτερότητας. Όσον αφορά την αξία της κοινωνικής συμμόρφωσης, είδαμε πως αντανακλάται στην “εξωτερική” θρησκευτικότητα και τον εξτρεμισμό. Μάλιστα αυτές οι δύο μορφές της θρησκευτικότητας είχαν επίδραση στον θρησκευτικό ρατσισμό που φάνηκε ότι μειωνόταν σταδιακά ύστερα από την νομική απαγόρευση των διακρίσεων, αντανακλώντας την σταδιακή μείωση της κοινωνικής αποδοχής του απροκάλυπτου ρατσισμού. Όπως αναμενόταν δεν βρέθηκε τέτοιου είδους μείωση για τις επιδράσεις της “εσωτερικής” θρησκευτικότητας που δεν προέρχεται από το κίνητρο της κοινωνικής αποδοχής/συμμόρφωσης. Ο εξτρεμισμός συσχετίστηκε θετικά με τις ρατσιστικές προκαταλήψεις, γεγονός που αποδίδεται τόσο στην στο πως μπορεί να επεκταθεί ο άκαμπτος και δογματικός τρόπος σκέψης σε άλλους τομείς πέραν της θρησκείας, αλλά επίσης και στο γεγονός πως εκφράζει μια εκδήλωση του δείκτη RWA (Altemeyer, 2003; Altemeyer & Hunsberger, 1992) . Η θετική συσχέτιση μεταξύ εξτρεμισμού και προκατάληψης εξαφανίστηκε ύστερα από τον έλεγχο για αυταρχικότητα, κάτι που ενισχύει την σύνδεση με τον δείκτη RWA. Ο θρησκευτικός αγνωστικισμός, δηλαδή η τάση για ανοιχτόμυαλη θεώρηση των θρησκευτικών δογμάτων, ήταν η μόνη κατηγορία που με συνέπεια συσχετίστηκε θετικά με την δια-φυλετική ανεκτικότητα. Παρ' όλο που αυτή η μορφή θρησκευτικότητας σε πολλές έρευνες αναφέρεται ως απλά μια ακόμη μορφή θρησκευτικότητας, φαίνεται πως υψηλές τιμές στο κίνητρο της αναζήτησης (quest motive) πολλές φορές σχετίζεται με ανθρώπους που δεν συμμετέχουν στην οργανωμένη θρησκεία ή δεν έχουν ισχυρή πίστη στον Θεό (Altemeyer & Hunsberger, 1992; Lavrič & Flere, 2008). Συμπεράσματα και ερευνητικές προτάσεις Όπως προαναφέρθηκε η ανάλυση πραγματοποιήθηκε με βάση λευκούς Χριστιανούς στις ΗΠΑ. Ωστόσο ένας αριθμός από διαπολιτισμικές μελέτες φαίνεται να επιβεβαιώνουν σε εκπληκτικό βαθμό τα αποτελέσματα, σύμφωνα πάντα με τους συγγραφείς, σε έναν αριθμό από διαφορετικές θρησκείες. Επιπλέον δεν φαίνεται να υπάρχει συσχέτιση μεταξύ του βαθμού αποδοχής του περιεχομένου του Χριστιανικού δόγματος (βαθμός ορθοδοξίας) και των ρατσιστικών πεποιθήσεων. Φαίνεται δηλαδή πως τα κίνητρα της θρησκευτικότητας είναι επίσης κίνητρα που μπορούν να βρίσκονται πίσω από τον ρατσισμό και μάλιστα αυτά τα κίνητρα φαίνεται έχουν σημαντική εφαρμογή ως ένα πλαίσιο μελέτης του θρησκευτικού ρατσισμού. Όπως είδαμε, οι ερευνητές διαπίστωσαν πως δεν υπάρχει συσχέτιση μεταξύ του βαθμού ορθοδοξίας – δηλαδή του βαθμού πίστης στο περιεχόμενο της εκάστοτε θρησκείας και του ρατσισμού. Η σημαντικότερη επίδραση προέρχεται από τα κίνητρα πίσω από την θρησκευτικότητα. Ίσως όμως να μπορεί να ανιχνευτεί κάποια συσχέτιση αν επικεντρωθούν οι μετρήσεις σε πολύ συγκεκριμένα τμήματα των δογματικών περιεχομένων. Πρόκειται για ένα πολύ περιορισμένο σε έκταση, αλλά σημαντικό μέρος του δόγματος των λεγόμενων μονοθεϊστικών θρησκειών που κατάγονται από την Ιερουσαλήμ: Όπως προαναφέραμε, η ρητή απαγόρευση της ταυτόχρονης λατρείας άλλων θεοτήτων και ο τονισμός της ύπαρξης ενός και μοναδικού Θεού, φαίνεται να δίνει ιδιαίτερη έμφαση στον τονισμό των διομαδικών διαφορών. Πρόκειται για ιδιαίτερα έντονο τονισμό αυτών των διαφορών, που δηλώνεται σε σημαντικά σημεία των κειμένων των δογμάτων (π.χ. Οι πρώτες από τις “δέκα εντολές”). Μπορεί λοιπόν το γενικό περιεχόμενο να μην συσχετίζεται θετικά με ρατσιστικές αντιλήψεις όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, ωστόσο δεν φαίνεται απίθανο πως η εστίαση στο συγκεκριμένο χαρακτηριστικό να έδινε στατιστικώς σημαντικές επιδράσεις όσον αφορά τη συσχέτιση θρησκείας και ρατσισμού. Οι θρησκείες που δίνουν ιδιαίτερη έμφαση σε αυτό το χαρακτηριστικό ίσως αποκτούν ένα πλεονέκτημα όσον αφορά τον ανταγωνισμό για την επικράτηση έναντι άλλων θρησκειών – ακριβώς γιατί εντείνουν τον διομαδικό διαχωρισμό. Παράλληλα όμως η ένταση αυτού του διαχωρισμού φαίνεται εύλογο να γενικεύεται συνεισφέροντας στον σχηματισμό ρατσιστικών πεποιθήσεων προς τις εξω-ομάδες. Ενδεχομένως η διερεύνηση αυτής της συσχέτισης θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο περαιτέρω έρευνας. Για την Ελλάδα ειδικότερα δεν υπάρχουν αρκετές μελέτες που να ρίχνουν φως στη σχέση μεταξύ των πτυχών της οργανωμένης θρησκευτικότητας και του ρατσισμού – ενώ όπως είδαμε υπάρχουν ξεκάθαρες διατυπώσεις που συνδυάζουν την θρησκευτικότητα με τον απροκάλυπτο φυλετικό ρατσισμό. Η ενίσχυση των αντιληπτών διομαδικών διαφορών που βασίζεται σε ορισμένα κίνητρα πίσω από την θρησκευτικότητα, πιθανόν επεκτείνεται και σε φυλετικά κριτήρια. Δεδομένων και των εκτεταμένων διαπολιτισμικών μελετών που αναφέρουν οι Wood et al (2008), η πιθανότητα γενίκευσης των αποτελεσμάτων και στην περίπτωση της Ελλάδας είναι έντονη. Φυσικά ο βαθμός στον οποίο αυτός ο παράδοξος θρησκευτικός ρατσισμός υπάρχει στον πληθυσμό της Ελλάδας μπορεί να προσεγγιστεί ακριβέστερα ύστερα από την διενέργεια σχετικών μελετών. Σίγουρα μια τέτοια έρευνα θα έδινε ενδιαφέροντα στοιχεία για την αντίφαση του θρησκευτικού ρατσισμού. Το τρίπτυχο “πατρίς, θρησκεία, οικογένεια” συμπυκνώνει σε τρεις λέξεις αυτή ακριβώς την αντίφαση: Η θρησκευτική οικουμενικότητα της αγάπης προς τον συνάνθρωπο ανεξαρτήτως καταγωγής – φρουρούμενη και περιοριζόμενη αμφιπλεύρως από δύο παραδοσιακές ενδο-ομάδες: Δεξιά η οικογένεια και αριστερά η πατρίδα. Η μελλοντική έρευνα θα μπορούσε να διασαφηνίσει τον βαθμό αυτής της επίδρασης.ΒιβλιογραφίαAdorno, T. W., Frenkel-Brunswik, E., Levinson, D. J., & Sanford, R. N. (1950). The authoritarian personality. New York: Norton. Allport, G. W. (1950). The individual and his religion. New York: Macmillan. Altemeyer, B. (2003). Why do religious fundamentalists tend to be prejudiced? International Journal f or the Psychology of Religion, 13, 17-28. Altemeyer, B., & Hunsberger, B. (2005). Fundamentalism and authoritarianism. In R. F. Paloutzian & C. L. Park (Eds.), Hand- book of the psychology of religion and spirituality (pp. 378-393). New York: Guilford. Batson, C. D. (1976). Religion as prosocial: Agent or double agent? Journal for the Scientific Study of Religion, 15, 29-75. Batson, C. D., Flink, C. H., Schoenrade, P. A., Fultz, J., & Pych, V. (1986). Religious orientation and overt versus covert racial prejudice. Journal of Personality and Social Psychology, 50, 175-181. Batson, C. D., Naifeh, S. J., & Pate, S. (1978). Social desirability, religious orientation, and racial prejudice. Journal for the Scientific Study of Religion, 17, 31-41. Batson, C. D., Schoenrade, P. A., & Ventis, W. L. (1993). Religion and the individual: A social psychological perspective. New York: Oxford University Press. Batson, C. D., & Stocks, E. L. (2005). Religion and prejudice. In J. F. Dovidio, P. S. Glick, & L. A. Rudman (Eds.), On the nature of prejudice: Fifty years after Allport (pp. 413-427). Malden, MA: Blackwell. Brewer, M. B. (1979). In group bias in the minimal intergroup situation: A cognitive motivational analysis. Psychological Bulletin, 86, 307-324. Donahue, M. J. (1985). Intrinsic and extrinsic religiousness: Review and meta-analysis. Journal of Personality and Social Psychology, 48, 400-419. Federico, C. M., & Sidanius, J. (2002). Racism, ideology, and affirmative action revisited: The antecedents and consequences of principled objections to affirmative action. Journal of Personal ity and Social Psychology, 82, 488-502. Graham, J., & Haidt, J. (2010). Beyond beliefs: Religions bind individuals into moral communities. Personality and Social Psychology Review, 14, 140-150. Hall, D. L., Matz, D. C., & Wood, W. (2010). Why don’t we practice what we preach? A meta-analytic review of religious racism. Personality and Social Psychology Review, 14, 126-139. Hunsberger, B., Alisat, S., Pancer, S. M., & Pratt, M. (1996). Religious fundamentalism and religious doubts: Content, connections, and complexity of thinking. International Journal for the Psychology of Religion, 6, 201-220. Hunsberger, B., & Jackson, L. M. (2005). Religion, meaning, and prejudice. Journal of Social Issues, 61, 807-826. Jackson, L. M., & Esses, V. M. (1997). Of scripture and ascription: The relation between religious fundamentalism and intergroup helping. Personality and Social Psychology Bulletin, 23, 893- 906. Jackson, L. M., & Hunsberger, B. (1999). An intergroup perspective on religion and prejudice. Journal for the Scientific Study of Religion, 38, 509-523. Jost, J. T., Nosek, B. A., & Gosling, S. D. (2008). Ideology: Its resurgence in social, personality, and political psychology. Perspectives on Psychological Science, 3, 126-136. Lavrič, M., & Flere, S. (2008). The role of culture in the relation ship between religiosity and psychological well-being. Journal of Religion and Health, 47, 164-175. Leach, M. M., Berman, M. E., & Eubanks, L. (2008). Religious activities, religious orientation, and aggressive behavior. Journal for the Scientific Study of Religion, 47, 311-319. Napier, J. L., & Jost, J. T. (2008). The “antidemocratic personality: revisited”: A cross-national investigation of working-class authoritarianism. Journal of Social Issues, 64, 595-617. Norris, P., & Inglehart, R. (2004). Sacred and secular: Religion and politics worldwide. Cambridge, UK: Cambridge University Press. Roccas, S. (2005). Religion and value systems. Journal of Social Issues, 61, 747-759. Roccas, S., & Schwartz, S. H. (1997). Church-state relations and the association of religiosity with values: A study of Catholics in six countries. Cross-Cultural Research, 31, 356-375. Saroglou, V., Delpierre, V., & Dernelle, R. (2004). Values and religiosity: A meta-analysis of studies using Schwartz’s model. Personality and Individual Differences, 37, 721-734. Saroglou, V., Pichon, I., Trompette, L., Verscheuren, M., & Dernelle, R. (2005). Prosocial behavior and religion: New evidence based on projective measures and peer ratings. Journal for the Scientific Study of Religion, 44, 323-348. Schwartz, S. H. (1996). Value priorities and behavior: Applying a theory of integrated value systems. In C. Seligman, J. M. Olson, & M. P. Zanna (Eds.), The psychology of values: The Ontario symposium (Vol. 8, pp. 1-24). Mahwah, NJ: Lawrence Erlbaum. Schwartz, S. H., & Huismans, S. (1995). Value priorities and religiosity in four Western religions. Social Psychology Quarterly, 58, 88-107. Sherif, M. (1966). Group conflict and cooperation: Their social psychology. London: Routledge.
2 σχόλια:
Μπράβο για τις ανανεώσεις του blog!!! Από το καλό στο... καλύτερο!!!
Ευχαριστούμε πολύ amalia! :)
Δημοσίευση σχολίου