Δευτέρα, Απριλίου 16, 2012

Η Ψυχανάλυση και η Ιδεολογία της Επιστήμης



Νίκος Γιαλλούσης

       Η “ψυχανάλυση” δεν υπάρχει. Είναι ένα φάντασμα που πλανιέται πάνω από την ήπειρο του Διαφωτισμού. Πέρα από μία απλή λέξη, που χωρίς τη σύνδεσή της με συγκεκριμένα περιεχόμενα, κινητοποιεί ένα ολόκληρο πλέγμα στάσεων (= ετοιμοτήτων) και επιχειρημάτων, οι επικριτές της σπάνια φτάνουν και στην ίδια την “εκλαϊκευμένη” αναπαράστασή της, η οποία δεν ανταποκρίνεται κάν στα τελευταία στάδια ολοκλήρωσης της θεωρίας που άφησε πίσω του ο Φρόυντ, παρά σε κάποια σπαράγματα της πρώτης τοπικής θεωρίας (βλ. MoscoviciΗ ψυχανάλυση, η εικόνα της και το κοινό της, Οδυσσέας). Ο βαθμός της ετοιμότητας αυτής είναι τόσο υψηλός, που η τόσο επανειλημμένη αντίδραση στην ίδια τη λέξη απομακρύνει την ενεργοποίηση της ίδιας της αναπαράστασης! Είναι η λέξη ταμπού. Αποτελεί αφετηριακό σημείο της μύησης στον ορθολογιστικό/σκεπτικιστικό “τρόπο σκέψης” (και την αντίστοιχη κοινωνική ταυτότητα) η αποκύρηξή της ως “ψευδο-επιστήμης, ανάλογης της αστρολογίας”. Η παραγωγή επιχειρημάτων από εκεί και πέρα είναι “εκλογικευτική” διεργασία. Υπάρχει ένα putandum (δοξαστέον) που πρέπει να υποστηριχτεί. 

     Εδώ συνήθως επιστρατεύεται η ιδεολογική αντανάκλαση της “διαψευσιμότητας”. “Η ψυχανάλυση είναι μη-διαψεύσιμη”. Φυσικά, με τόσο γενικούς όρους οτιδήποτε είναι μη-διαψεύσιμο. Η διαψευσιμότητα αφορά προτάσεις και όχι συνεκτικά συστήματα προτάσεων. Η θέση Duhem-Quine υποστηρίζει ακριβώς ότι η διάψευση μίας υπόθεσης δεν μας λέει τίποτα για τον εντοπισμό των συγκεκριμένων προβληματικών προτάσεων του θεωρητικού οικοδομήματος που παράγει την υπόθεση.

Αν πάρουμε πιο συγκεκριμένες προτάσεις, μπορούμε να βρούμε κάποια εμπειρικά ευρήματα , όπως ότι υπάρχει μία στατιστικά σημαντική μεγαλύτερη παρουσία ιστορικού παιδικής κακοποίησης σε ανθρώπους που παρουσιάζουν συμπτώματα υστερικού (διασχιστικού-μετατρεπτικού) τύπου (Am J Psychiatry2002 Nov; 159(11):1908–13). Άρα μια θεμελιώδης πρότασηψυχαναλυτικής αφετηρίας (Φρόυντ & Μπρόυερ, Μελέτες για την Υστερία, Επίκουρος), ότι δηλαδή “η υστερική συμπτωματολογία σχετίζεται με τραυματικά γεγονότα της παιδικής ηλικίας”, πρώτον : μπορεί να ελεγχθεί, άρα δεν είναι μη-διαψεύσιμη, δεύτερον, πιθανοκρατικά επιβεβαιώνεται. Και μάλιστα επιβεβαιώνεται ενώ δεν υπάρχουν εναλλακτικές, ιατρικές λ.χ. ερμηνείες. Αν πάλι πούμε ότι “στις υστερικές αγνωσίες υάρχει μια μη νευρολογικής αιτιολογίας αναστολή της απαρτίωσης του αισθητηριακού ερεθίσματος”, και πάλι μπορούμε να βρούμε νευρο-απεικονιστικές μελέτες που όχι μόνο δεν αντιφάσκουν, αλλά αναδεικνύουν τη συμμετοχή τόσο συγκινησιακών υποφλοιικών δομών, όσο και σημασιολογικών-προμετωπιαίων, στην αναστολή της διαδικασίας απαρτίωσης του ερεθίσματος (BrainA Journal of Neurology124(Pt 6), 1077–1090). Άρα χρειαζόμαστε θεωρητικές προτάσεις που να συνδέουν τις γλωσσικές νοηματοδοτήσεις, με συγκινησιακές φορτίσεις, ικανές να παρεμποδίζουν την συνειδητοποίηση ακόμα και αισθητηριακών ερεθισμάτων. Σε αυτήν την περίπτωση η ψυχανάλυση, ακόμα και στην πιο παρωχημένη φροϋδική μορφή της, διαθέτει εμπειρική επάρκεια, ενώ ταυτόχρονα δεν έχει βρεθεί κάτι που να αντιφάσκει με τις προβλέψεις της.

***

     Μιλώντας για εμπειρική επάρκεια, ας θυμηθούμε ότι η πλειοψηφία αυτών που λένε ότι “η ψυχανάλυση είναι μη-διαψεύσιμη”, αν ερωτηθούν σε ανύποπτο χρόνο για την αξία της αρχής της διαψευσιμότητας στην φιλοσοφία της επιστήμης, θα απαντήσουν αρνητικά. Η επίκληση της διαψευσιμότητας από άτομα που έχουν διδαχθεί τον Κούν και τη θέση Duhem-Quine, είναι χαρακτηριστικό μίας επιλεκτικής (=ιδεολογικής) συμπεριφοράς, που ελέγχεται από κοινωνιο-ψυχολογικούς μηχανισμούς.
***
     Η έλλειψη άλλου τύπου ερμηνειών για τα πιο χαρακτηριστικά αντικείμενα που μελετά η ψυχανάλυση από την απαρχή της ιστορίας της (υστερία), συμβατή μέχρι στιγμής με εμπειρικές παρατηρήσεις, αλλά η ταυτόχρονη, συλλήβδην απόρριψή της, είναι μία μορφή πίστης, σε κάτι που δεν έχουμε δεί, αλλά πρέπει να βρεθεί κάτι διαφορετικό (quod est putandum), πιθανότατα μία εξαλειπτική “εξήγηση” (ή και περιγραφή λαθραίως ερμηνευόμενη ως εξήγηση). Η ειρωνία βέβαια είναι ότι το ίδιο πράγμα θα έλεγε και ο Φρόυντ, αφού ανέπτυξε την ψυχανάλυση πιστεύοντας ότι οι μελλοντικές εξελίξεις της νευρολογίας θα την καθιστούσαν άχρηστη! Μία εμπρηστική αναλογία είναι η εξής: ο μηχανισμός μετάβασης από την ανόργανη ύλη στους στοιχειώδεις έμβιους οργανισμούς δεν είναι γνωστός στον άνθρωπο. Είναι κάτι που βρίσκεται υπό  - γόνιμη βέβαια – διερεύνηση. Ωστόσο αποτελεί κεντρική καταστατική παραδοχή (=ιδεολογική οργανωτική αρχή) του Διαφωτισμού ο υλισμός. Για συγκεκριμένους ιστορικούς και ιδεολογικούς λόγους, η ζωή πρέπει να αναδύεται από την Ύλη). Το πιστεύουμε, αν και δεν έχει ακόμα αποδειχθεί, γιατί “έτσι πρέπει να είναι”, γιατί “διαφορετικά απειλούμαστε από τη δεισιδαιμονία και τον δογματισμό”. Δηλαδή η πίστεις αυτές μας προστατεύουν από διάφορα φαντάσματα, που ιστορικά έχουν συνδεθεί με τον θρησκευτικό ή πολιτικό απολυταρχισμό, τον παραλογισμό της ανθρώπινης αγέλης, το New Age, και οι άνθρωποι που έχουν έντονη προσκόλληση στον ορθολογισμό/σκεπτικισμό επενδύουν τόσο προσωπικά όσο και πολιτικο-κοινωνικά νοήματα σε αυτόν.

      Σαν σύνολο putandorum ο διαφωτισμός είναι μη-διαψεύσιμος, άρα είναι ιδεολογία. Και στη συγκρότησή της ως ιδεολογίας, η “ψευδο-επιστήμη” , και η βιαστική, εκμαθημένη πολλές φορές, συμπερίληψη της ψυχανάλυσης σε αυτήν, αποτελεί το αντικείμενο –εικόνα (βλ. αντικειμενοποίηση) που μας διαφοροποιεί και μας παρέχει μια επιθυμητή κοινωνική ταυτότητα ως “σκεπτικιστές”/”ορθολογιστές”/ “αντι-δογματιστές”.

***

     Υπάρχουν όμως και άλλες περιπτώσεις εφαρμογής ψυχαναλυτικής αφετηρίας θεωρητικοποιήσεων στην ψυχολογία, όπως ηθεωρία δεσμού, που αντανακλά θεωρητικά την πρόταση: “η αρχική διαμόρφωση ενός προτύπου του σχετίζεσαθαι με τους σημαντικούς Άλλους, προεκτείνεται και στις ενήλικες σχέσεις του ατόμου”. Ή η θεωρία ψυχο-κοινωνικής ταυτότητας του Έρικσον, που υποστηρίζει ότι στην εφηβεία αποκρυσταλλώνονται διεργασίες που οργανώνουν όλο το φάσμα της ψυχικής λειτουργίας του ατόμου. (Σημειωτέον βέβαια ότι η διατύπωση τέτοιων μετεξελίξεων που απομακρύνονται από τον βρεφο-νηπιακό ντετερμινισμό του Φρόυντ, δείχνουν ότι και εσωτερικά το σύστημα της ψυχανάλυσης αναπροσαρμόζεται ώστε να ταιριάξει στα φαινόμενα που μελετά, κάτι που δεν θα γινόταν αν “επ άπειρον παρεχόντουσαν ad hoc ερμηνείες”, όπως υποστηρίζει μια άλλη δημοφιλής εκλογίκευση).

     Πράγματι, μέσω διαφόρων ποσοτικοποιήσεων, και οι δύο αυτές θεωρίες έχουν αναδείξει εμπειρικά πρότυπα συσχετίσεων ανάμεσα στις θεωρητικές τους μεταβλητές, που εκτείνονται από την  μέτρηση των μηχανισμών άμυνας (ποσοτικοποιημένη!, βλ.CramerThe Defense Mechanisms Manual), μέχρι τις κοινωνικές και πολιτικές προδιαθέσεις για τα στερεότυπα ή τον αυταρχισμό – για ανασκοπήσεις βλ. εγχειρίδια αναπτυξιακής ψυχολογίας όπως το Berzonsky & Adams (Eds.) The BlackwellHandbook of Adolescence. [Φυσικά ο προφανής ατομοκεντρικός αναγωγισμός αυτών των απόψεων δεν είναι το θέμα μας εδώ, αλλά το “επιστημολογικό καθεστώς” τους]. Επομένως η θέση του Colby ( στο Cognitive Science Psychoanalysis) ότι δήθεν “η ψυχανάλυση αποτυγχάνει ως προς την βασική στοχοθεσία κάθε επιστήμης να παραγάγει ένα σύνολο εμπειρικών παρατηρήσεων”, δεν μπορεί να υποστηριχτεί. Τα πρότυπα συσχετίσεων ανάμεσα σε μεταβλητές που προαναφέρθηκαν είναι προς εξήγηση, και θέτουν ερωτήματα για τα φαινόμενα, τα οποία φαινόμενα μία θεωρία-μοντέλο θα πρέπει να είναι ικανή να αναπαραγάγει (θεωρητικά ή υπολογιστικά δεν μας ενδιαφέρει εδώ).

    Έχω όμως την υπόνοια, ότι η ψυχαναλυτική προέλευση αυτών των ρευμάτων “ξεχνιέται”, μέσω του τρόπου παρουσίασης τους στα εγχειρίδια αναπτυξιακής ψυχολογίας, και πιθανή ανάδειξή της, και –ακολούθως- ο χαρακτηρισμός τους ως εμπειρικών ψυχαναλυτικών ερευνητικών προγραμμάτων, πυροδοτεί γνώριμες (από την μελέτη των αναπαραστάσεων και των στερεοτύπων), αντιδράσεις “ιδιαιτεροποίησης”, “υπο-τυποποίησης/subtyping”, “υποθετικών συστημάτων/καταστάσεων εξαίρεσης”, δηλαδή υποστηρίζεται ότι “κατά περίπτωση”, “κάποιες” ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις, “ίσως” χαίρουν εμπειρικής επαλήθευσης, “κάποιοι” ψυχαναλυτές “ίσως” ενδιαφέρονται για τον έλεγχο των θεωριών τους, αλλά αυτό δεν αλλάζει ότι η “πραγματική ψυχανάλυση” (= ο αλώβητος κεντρικός πυρήνας της αναπαράστασής μας για την ψυχανάλυση) παραμένει “μή-διαψεύσιμη”, και οι “περισσότεροι” ψυχαναλυτές (=το στερεότυπό μας για τους ψυχαναλυτές) δεν ενδιαφέρονται για τον έλεγχο των θεωριών τους. Όλες οι περιπτώσεις που διαψεύδουν την αναπαράσταση/ στερεότυπο, κατά κάποιον τρόπο αποκόπτονται από τον “κύριο κορμό” της ψυχανάλυσης. Σύμφωνα με αυτήν την ανάλυση, η πρόταση “η ψυχανάλυση είναι μη- διαψεύσιμη” δεν μπορεί ποτέ να διαψευστεί, αφού ο πυρήνας της αναπαράστασης πάντα βρίσκει ad hoc τρόπους να παραμένει αναλλοίωτος. 

Η πρόταση “η ψυχανάλυση είναι μη διαψεύσιμη” είναι μη-διαψεύσιμη!

Φιλοσοφία και Επιστήμες: Από μια ανώδυνη διοικητική ρύθμιση, σε μια ανεξερεύνητη επιστημονική περιοχή



Νίκος Γιαλλούσης



Για αρκετούς από εμάς το μάθημα Φιλοσοφία και Επιστήμες στον 20ο αι. απετέλεσε ένα από τα χρησιμότερα μαθήματα του πρώτου εξαμήνου, παρέχοντας βαθιές μεθοδολογικές διερωτήσεις, και ετοιμότητα κριτικής προσέγγισης και των πιο τεχνοκρατικών μαθημάτων. Γιατί διακόπτεται βίαια η συνέχεια αυτού του μαθήματος στον δεύτερο κύκλο του, ενώ αποτελεί, για τον διδάσκοντα και τους φοιτητές, ενιαία οντότητα;

Υποχρεούμαστε να παρακολουθήσουμε το Φιλοσοφία και Επιστήμες τον 20ο αιώνα, και συγκεκριμένα το α' μέρος, Φυσικές Επιστήμες. Οι λόγοι για αυτό είναι τρείς:

α. Η αναγκαία σύνδεση της φιλοσοφίας του Κουν με τη θεωρία των νοητικών μοντέλων της Βοσνιάδου.
β. Η καταγωγή της γνωσιακής επιστήμης από την αναλυτική φιλοσοφία, ως εμπειρικής αναζήτησης των βάσεων του ορθολογισμού.
γ. Η αυτο-θεώρηση της γνωσιακής επιστήμης ως θετικής επιστήμης (;)

Το γ ίσως χρειάζεται μια τεκμηρίωση. Ας ξεκινήσουμε από τον όρο Science, από όπου και cognitive science. Τί νά ναι αυτό που καθορίζει τον κλάδο ως "επιστήμη", και όχι ως λχ "γνωστικές σπουδές" (Cognitive ArtsStudies); Μπορούμε να παίξουμε πειραματικά με την πραγματική, αλλά και άλλες, υποτιθέμενες, συστάσεις, του διεπιστημονικού εγχειρήματος, για να δούμε ποιοί συνδυασμοί θεωρούνται “Science” και ποιοί “Studies”. Ίσως πχ η διάρθρωση της γνωστικής ψυχολογίας με την νευρο-ψυχολογία να διαφέρει από τη διάρθρωσή της με την νευρο-ανατομία, ή με την κοινωνική ανθρωπολογία, ή η φιλοσοφία μαζί με την πληροφορική να θεωρείται πιο "άχρηστη" από την φιλοσοφία μαζί με την νευρο-επιστήμη, κλπ.

Η δουλειά του Deconchy πάνω στις αναπαραστάσεις, τις δοξασίες και τις αξιολογήσεις της σχέσης του ανθρώπου με τη βιολογία του, δείχνει ότι τέτοιου είδους επιδράσεις είναι παρατηρήσιμες και υπαρκτές. Και σίγουρα παίζουν τον ρόλο τους όταν πρόκειται να χρηματοδοτηθούν προγράμματα σπουδών. Ας πούμε, μπορούμε να αναφέρουμε με πικρία ότι δεν αναγνωρίζεται, εδώ και χρόνια, από το κράτος, η ίδρυση μεταπτυχιακού προγράμματος κοινωνικής ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ενώ διαθέτει ένα ευρύ και δυναμικό Διδακτικό Προσωπικό, που καλύπτει πλήρως τον χώρο της κοινωνικής ψυχολογίας, από την κοινωνική νόηση, μέχρι την ανάλυση λόγου, με προεξάρχουσα βέβαια την πειραματική κοινωνική ψυχολογία. Επιπλέον, η ανάλογη, διεθνής  ακαδημαϊκή εμβέλεια των προέδρων των αντιστοίχων τμημάτων (Βοσνιάδου, Παπαστάμου) αποτελεί ακόμα ένα σταθερό παράγοντα, που αποκλείεται από την εξήγηση της διαφορετικής κρατικής αντιμετώπισης των δύο αντικειμένων (Γνωστική Επιστήμη, Κοινωνική Ψυχολογία). Η επιστημοσύνη και η χρησιμότητα ενός ΜΠΣ είναι δύο εξίσου σημαντικοί παράγοντες (οργανωτικές αρχές) στις αναπαραστάσεις των κρατούντων, και μπορούν να διερευνηθούν ποσοτικά.

Για να επανέλθω στο αρχικό ερώτημα. Ο δεύτερος κύκλος του "Φιλοσοφία και Επιστήμες στον 20ο αι., μέρος β, Κοινωνικές Επιστήμες, δεν προβλέπεται από το πρόγραμμα σπουδών. Μπορεί βέβαια να δηλωθεί ως ελεύθερη επιλογή, αλλά η πράξη έδειξε ότι μόνο 3-4 πολύ αποφασισμένα άτομα το παρακολουθούν, και ενίοτε χωρίς να το έχουν δηλώσει, για την ψυχή της μάνας τους δηλαδή. Αυτό συμβαίνει διότι το πρόγραμμα σπουδών του εξαμήνου μετά βίας επιτρέπει κάτι τέτοιο. Ωστόσο αυτό αρχίζει να φαίνεται πλέον παράλογο, για τους εξής λόγους, μεταξύ άλλων:

α) Η προέλευση της προσέγγισης της ενσώματης/ τοποθετημένης νόησης από την γραμμή της φαινομενολογίας/ υπαρξισμού. Ο Heiddeger και ο Merlau-Ponty φαίνεται πως είναι οι θεωρητικοί προπάτορες της ενσώματης προσέγγισης (δια μέσου και τουPiaget). O Dreyfus, δριμύς κριτικός της συμβολικής γνωσιακής επιστήμης, ήταν μελετητής του Heiddeger, και η κύρια γραμμή της επιχειρηματολογίας του βασίζεται στον ενσώματο χαρακτήρα της νόησης.

β) Η σαφέστατη ένταξη των γνωστικών φαινομένων στις κοινωνικές επιστήμες. Η ψυχολογία είναι κοινωνική επιστήμη. Η κοινωνική ψυχολογία είναι άμεσα σχετική με τη νόηση. Άλλοι κλάδοι, αμέσως ή εμμέσως σχετικοί με την νόηση (πχ., κοινωνική ανθρωπολογία), είναι επίσης κοινωνικές επιστήμες, αλλά μόνο πρόσφατα η γνωσιακή επιστήμη παραδέχτηκε ότι τις χρειάζεται, δια στόματος Barsalou.

Εμείς παριστάνουμε ότι η γνωστική ψυχολογία μόνο κατά τύχη λέγεται “ψυχολογία”, λόγω ενός “ιστορικού λάθους”. Δεν έχει, υπονοούν, καμία σχέση με τα “συναισθήματα και τα ψυχολογικά προβλήματα” (=κοινωνική αναπαράσταση ψυχολογίας). Διαφαίνεται η προσπάθεια απεμπόλησης κάθε σχέσηςμε τους "soft" κλάδους, και αυτό διαπερνάται και σε εμάς. Είναι γεγονός ότι ο τρόπος και το περιεχόμενο της διδασκαλίας μας κάνει να αντιμετωπίζουμε με κάποια δυσφορία την επιλογή "Social SciencesHumanities", όταν πχ αναζητούμε άρθρα γνωσιακής επιστήμης στις μηχανές αναζήτησης. Αυτή η αντίδρασή μας, υπονοεί έντονα ότι έχουμε εκπαιδευτεί να θεωρούμε τη γνωσιακή επιστήμη ως θετική επιστήμη. Μας ξενίζει έντονα η αναζήτηση ενός άρθρου ψυχο-φυσιολογίας ή γνωστικής νευρο-επιστήμης, υπό τον τίτλο "Κοινωνικές Επιστήμες".

Αυτό φαίνεται να στηρίζεται και σε προηγούμενες αναπαραστάσεις, που εκ των προτέρων διακρίνουν τις θετικές επιστήμες από τις κοινωνικές, πράγμα που μπορεί να τεθεί υπό συζήτηση: ο Changeux αναφέρει έυστοχα ότι ο Comte ίδρυσε ταυτόχρονα την κοινωνιολογία και τον θετικισμό. Υπό το ίδιο πρίσμα είναι και που αποκλείεται κάθε ενδεχόμενο συμπερίληψης των κοινωνικών επιστημών στη γνωσιακή επιστήμη. Η πρόταση αυτή αντηχεί σε βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις, που μοιράζονται τόσο η κοινωνία, όσο και οι ακαδημαϊκοί της γνωσιακής επιστήμης, αλλά και οι υπεύθυνοι των κρατικών χρηματοδοτήσεων. Οι πεποιθήσεις αυτές αφορούν  α. Τον άνθρωπο, β. Την επιστήμη, γ. την νόηση, και ως πεποιθήσεις αποτελούν αντικείμενα ενός κλάδου της κοινωνικής ψυχολογίας που δεν υπάρχει ακόμα: Της Ιδεολογίας της Επιστήμης. Η ανάπτυξη αυτού του κλάδου είναι απαραίτητη, καθώς χωρίς αυτόν η γνωσιακή επιστήμη, όπως ίσως κάθε επιστήμη, είναι καταδικασμένη να παραμείνει ιδεολογική πρακτική. Το επιχείρημα είναι κάπως έτσι: Αν ο αναστοχασμός είναι θεμελιώδης λειτουργία για την απαγκίστρωση της επιστήμης από την ιδεολογία των θεσμών που την υποστηρίζουν, τότε η μελέτη της ιδεολογίας της επιστήμης οποιουδήποτε κλάδου είναι απαραίτητο εργαλείο διασφάλισης του επιστημονικού χαρακτήρα της.

Παρασκευή, Απριλίου 06, 2012

Προκήρυξη Θέσεων Μεταπτυχιακών Σπουδών 2012-2013

Ενδιαφέρεστε να μάθετε περισσότερα για το τι υπάρχει ανάμεσα στα αυτιά σας (δεν εννοώ τη μύτη)?
Δεν κοιμάστε γιατί σας βασανίζουν ερωτήματα όπως "τι είναι νόηση" και "πως διάβολο λειτουργεί ο εγκέφαλος"?

Θέλετε με άλλα λόγια να δοκιμάσετε το κοκτέιλ που λέγεται γνωσιακή επιστήμη? 
Καταρχήν δυο λόγια για τα συστατικά: Στο μαγαζί σερβίρεται ως εξής: μια δόση νευροεπιστήμες, άλλη μια δόση γνωστική ψυχολογία καθώς και μια ακόμη δόση πληροφορική. Γαρνίρουμε με λίγο κοινωνική νόηση και σερβίρουμε (φλαμπέ).

Προειδοποίηση: Βαράει. Δηλαδή μπορεί εγώ να γράφω τώρα έτσι λίγο ανάλαφρα - όμως πρόκειται για ένα απαιτητικό μεταπτυχιακό που θέλει διάβασμα. Βρίσκεται (όσο ακόμη υπάρχει Πανεπιστήμιο) στο μυθικό τμήμα ΜΙΘΕ. 

Στη σελίδα ανακοινώσεων του ΠΜΣ Γνωσιακής Επιστήμης μπορείτε να βρείτε την προκήρυξη (http://www.cognitivescience-postgrad.phs.uoa.gr/)

Για περισσότερες (γενικές) πληροφορίες, ρίξτε μια ματιά στο blog