Δευτέρα, Απριλίου 16, 2012

Η Ψυχανάλυση και η Ιδεολογία της Επιστήμης



Νίκος Γιαλλούσης

       Η “ψυχανάλυση” δεν υπάρχει. Είναι ένα φάντασμα που πλανιέται πάνω από την ήπειρο του Διαφωτισμού. Πέρα από μία απλή λέξη, που χωρίς τη σύνδεσή της με συγκεκριμένα περιεχόμενα, κινητοποιεί ένα ολόκληρο πλέγμα στάσεων (= ετοιμοτήτων) και επιχειρημάτων, οι επικριτές της σπάνια φτάνουν και στην ίδια την “εκλαϊκευμένη” αναπαράστασή της, η οποία δεν ανταποκρίνεται κάν στα τελευταία στάδια ολοκλήρωσης της θεωρίας που άφησε πίσω του ο Φρόυντ, παρά σε κάποια σπαράγματα της πρώτης τοπικής θεωρίας (βλ. MoscoviciΗ ψυχανάλυση, η εικόνα της και το κοινό της, Οδυσσέας). Ο βαθμός της ετοιμότητας αυτής είναι τόσο υψηλός, που η τόσο επανειλημμένη αντίδραση στην ίδια τη λέξη απομακρύνει την ενεργοποίηση της ίδιας της αναπαράστασης! Είναι η λέξη ταμπού. Αποτελεί αφετηριακό σημείο της μύησης στον ορθολογιστικό/σκεπτικιστικό “τρόπο σκέψης” (και την αντίστοιχη κοινωνική ταυτότητα) η αποκύρηξή της ως “ψευδο-επιστήμης, ανάλογης της αστρολογίας”. Η παραγωγή επιχειρημάτων από εκεί και πέρα είναι “εκλογικευτική” διεργασία. Υπάρχει ένα putandum (δοξαστέον) που πρέπει να υποστηριχτεί. 

     Εδώ συνήθως επιστρατεύεται η ιδεολογική αντανάκλαση της “διαψευσιμότητας”. “Η ψυχανάλυση είναι μη-διαψεύσιμη”. Φυσικά, με τόσο γενικούς όρους οτιδήποτε είναι μη-διαψεύσιμο. Η διαψευσιμότητα αφορά προτάσεις και όχι συνεκτικά συστήματα προτάσεων. Η θέση Duhem-Quine υποστηρίζει ακριβώς ότι η διάψευση μίας υπόθεσης δεν μας λέει τίποτα για τον εντοπισμό των συγκεκριμένων προβληματικών προτάσεων του θεωρητικού οικοδομήματος που παράγει την υπόθεση.

Αν πάρουμε πιο συγκεκριμένες προτάσεις, μπορούμε να βρούμε κάποια εμπειρικά ευρήματα , όπως ότι υπάρχει μία στατιστικά σημαντική μεγαλύτερη παρουσία ιστορικού παιδικής κακοποίησης σε ανθρώπους που παρουσιάζουν συμπτώματα υστερικού (διασχιστικού-μετατρεπτικού) τύπου (Am J Psychiatry2002 Nov; 159(11):1908–13). Άρα μια θεμελιώδης πρότασηψυχαναλυτικής αφετηρίας (Φρόυντ & Μπρόυερ, Μελέτες για την Υστερία, Επίκουρος), ότι δηλαδή “η υστερική συμπτωματολογία σχετίζεται με τραυματικά γεγονότα της παιδικής ηλικίας”, πρώτον : μπορεί να ελεγχθεί, άρα δεν είναι μη-διαψεύσιμη, δεύτερον, πιθανοκρατικά επιβεβαιώνεται. Και μάλιστα επιβεβαιώνεται ενώ δεν υπάρχουν εναλλακτικές, ιατρικές λ.χ. ερμηνείες. Αν πάλι πούμε ότι “στις υστερικές αγνωσίες υάρχει μια μη νευρολογικής αιτιολογίας αναστολή της απαρτίωσης του αισθητηριακού ερεθίσματος”, και πάλι μπορούμε να βρούμε νευρο-απεικονιστικές μελέτες που όχι μόνο δεν αντιφάσκουν, αλλά αναδεικνύουν τη συμμετοχή τόσο συγκινησιακών υποφλοιικών δομών, όσο και σημασιολογικών-προμετωπιαίων, στην αναστολή της διαδικασίας απαρτίωσης του ερεθίσματος (BrainA Journal of Neurology124(Pt 6), 1077–1090). Άρα χρειαζόμαστε θεωρητικές προτάσεις που να συνδέουν τις γλωσσικές νοηματοδοτήσεις, με συγκινησιακές φορτίσεις, ικανές να παρεμποδίζουν την συνειδητοποίηση ακόμα και αισθητηριακών ερεθισμάτων. Σε αυτήν την περίπτωση η ψυχανάλυση, ακόμα και στην πιο παρωχημένη φροϋδική μορφή της, διαθέτει εμπειρική επάρκεια, ενώ ταυτόχρονα δεν έχει βρεθεί κάτι που να αντιφάσκει με τις προβλέψεις της.

***

     Μιλώντας για εμπειρική επάρκεια, ας θυμηθούμε ότι η πλειοψηφία αυτών που λένε ότι “η ψυχανάλυση είναι μη-διαψεύσιμη”, αν ερωτηθούν σε ανύποπτο χρόνο για την αξία της αρχής της διαψευσιμότητας στην φιλοσοφία της επιστήμης, θα απαντήσουν αρνητικά. Η επίκληση της διαψευσιμότητας από άτομα που έχουν διδαχθεί τον Κούν και τη θέση Duhem-Quine, είναι χαρακτηριστικό μίας επιλεκτικής (=ιδεολογικής) συμπεριφοράς, που ελέγχεται από κοινωνιο-ψυχολογικούς μηχανισμούς.
***
     Η έλλειψη άλλου τύπου ερμηνειών για τα πιο χαρακτηριστικά αντικείμενα που μελετά η ψυχανάλυση από την απαρχή της ιστορίας της (υστερία), συμβατή μέχρι στιγμής με εμπειρικές παρατηρήσεις, αλλά η ταυτόχρονη, συλλήβδην απόρριψή της, είναι μία μορφή πίστης, σε κάτι που δεν έχουμε δεί, αλλά πρέπει να βρεθεί κάτι διαφορετικό (quod est putandum), πιθανότατα μία εξαλειπτική “εξήγηση” (ή και περιγραφή λαθραίως ερμηνευόμενη ως εξήγηση). Η ειρωνία βέβαια είναι ότι το ίδιο πράγμα θα έλεγε και ο Φρόυντ, αφού ανέπτυξε την ψυχανάλυση πιστεύοντας ότι οι μελλοντικές εξελίξεις της νευρολογίας θα την καθιστούσαν άχρηστη! Μία εμπρηστική αναλογία είναι η εξής: ο μηχανισμός μετάβασης από την ανόργανη ύλη στους στοιχειώδεις έμβιους οργανισμούς δεν είναι γνωστός στον άνθρωπο. Είναι κάτι που βρίσκεται υπό  - γόνιμη βέβαια – διερεύνηση. Ωστόσο αποτελεί κεντρική καταστατική παραδοχή (=ιδεολογική οργανωτική αρχή) του Διαφωτισμού ο υλισμός. Για συγκεκριμένους ιστορικούς και ιδεολογικούς λόγους, η ζωή πρέπει να αναδύεται από την Ύλη). Το πιστεύουμε, αν και δεν έχει ακόμα αποδειχθεί, γιατί “έτσι πρέπει να είναι”, γιατί “διαφορετικά απειλούμαστε από τη δεισιδαιμονία και τον δογματισμό”. Δηλαδή η πίστεις αυτές μας προστατεύουν από διάφορα φαντάσματα, που ιστορικά έχουν συνδεθεί με τον θρησκευτικό ή πολιτικό απολυταρχισμό, τον παραλογισμό της ανθρώπινης αγέλης, το New Age, και οι άνθρωποι που έχουν έντονη προσκόλληση στον ορθολογισμό/σκεπτικισμό επενδύουν τόσο προσωπικά όσο και πολιτικο-κοινωνικά νοήματα σε αυτόν.

      Σαν σύνολο putandorum ο διαφωτισμός είναι μη-διαψεύσιμος, άρα είναι ιδεολογία. Και στη συγκρότησή της ως ιδεολογίας, η “ψευδο-επιστήμη” , και η βιαστική, εκμαθημένη πολλές φορές, συμπερίληψη της ψυχανάλυσης σε αυτήν, αποτελεί το αντικείμενο –εικόνα (βλ. αντικειμενοποίηση) που μας διαφοροποιεί και μας παρέχει μια επιθυμητή κοινωνική ταυτότητα ως “σκεπτικιστές”/”ορθολογιστές”/ “αντι-δογματιστές”.

***

     Υπάρχουν όμως και άλλες περιπτώσεις εφαρμογής ψυχαναλυτικής αφετηρίας θεωρητικοποιήσεων στην ψυχολογία, όπως ηθεωρία δεσμού, που αντανακλά θεωρητικά την πρόταση: “η αρχική διαμόρφωση ενός προτύπου του σχετίζεσαθαι με τους σημαντικούς Άλλους, προεκτείνεται και στις ενήλικες σχέσεις του ατόμου”. Ή η θεωρία ψυχο-κοινωνικής ταυτότητας του Έρικσον, που υποστηρίζει ότι στην εφηβεία αποκρυσταλλώνονται διεργασίες που οργανώνουν όλο το φάσμα της ψυχικής λειτουργίας του ατόμου. (Σημειωτέον βέβαια ότι η διατύπωση τέτοιων μετεξελίξεων που απομακρύνονται από τον βρεφο-νηπιακό ντετερμινισμό του Φρόυντ, δείχνουν ότι και εσωτερικά το σύστημα της ψυχανάλυσης αναπροσαρμόζεται ώστε να ταιριάξει στα φαινόμενα που μελετά, κάτι που δεν θα γινόταν αν “επ άπειρον παρεχόντουσαν ad hoc ερμηνείες”, όπως υποστηρίζει μια άλλη δημοφιλής εκλογίκευση).

     Πράγματι, μέσω διαφόρων ποσοτικοποιήσεων, και οι δύο αυτές θεωρίες έχουν αναδείξει εμπειρικά πρότυπα συσχετίσεων ανάμεσα στις θεωρητικές τους μεταβλητές, που εκτείνονται από την  μέτρηση των μηχανισμών άμυνας (ποσοτικοποιημένη!, βλ.CramerThe Defense Mechanisms Manual), μέχρι τις κοινωνικές και πολιτικές προδιαθέσεις για τα στερεότυπα ή τον αυταρχισμό – για ανασκοπήσεις βλ. εγχειρίδια αναπτυξιακής ψυχολογίας όπως το Berzonsky & Adams (Eds.) The BlackwellHandbook of Adolescence. [Φυσικά ο προφανής ατομοκεντρικός αναγωγισμός αυτών των απόψεων δεν είναι το θέμα μας εδώ, αλλά το “επιστημολογικό καθεστώς” τους]. Επομένως η θέση του Colby ( στο Cognitive Science Psychoanalysis) ότι δήθεν “η ψυχανάλυση αποτυγχάνει ως προς την βασική στοχοθεσία κάθε επιστήμης να παραγάγει ένα σύνολο εμπειρικών παρατηρήσεων”, δεν μπορεί να υποστηριχτεί. Τα πρότυπα συσχετίσεων ανάμεσα σε μεταβλητές που προαναφέρθηκαν είναι προς εξήγηση, και θέτουν ερωτήματα για τα φαινόμενα, τα οποία φαινόμενα μία θεωρία-μοντέλο θα πρέπει να είναι ικανή να αναπαραγάγει (θεωρητικά ή υπολογιστικά δεν μας ενδιαφέρει εδώ).

    Έχω όμως την υπόνοια, ότι η ψυχαναλυτική προέλευση αυτών των ρευμάτων “ξεχνιέται”, μέσω του τρόπου παρουσίασης τους στα εγχειρίδια αναπτυξιακής ψυχολογίας, και πιθανή ανάδειξή της, και –ακολούθως- ο χαρακτηρισμός τους ως εμπειρικών ψυχαναλυτικών ερευνητικών προγραμμάτων, πυροδοτεί γνώριμες (από την μελέτη των αναπαραστάσεων και των στερεοτύπων), αντιδράσεις “ιδιαιτεροποίησης”, “υπο-τυποποίησης/subtyping”, “υποθετικών συστημάτων/καταστάσεων εξαίρεσης”, δηλαδή υποστηρίζεται ότι “κατά περίπτωση”, “κάποιες” ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις, “ίσως” χαίρουν εμπειρικής επαλήθευσης, “κάποιοι” ψυχαναλυτές “ίσως” ενδιαφέρονται για τον έλεγχο των θεωριών τους, αλλά αυτό δεν αλλάζει ότι η “πραγματική ψυχανάλυση” (= ο αλώβητος κεντρικός πυρήνας της αναπαράστασής μας για την ψυχανάλυση) παραμένει “μή-διαψεύσιμη”, και οι “περισσότεροι” ψυχαναλυτές (=το στερεότυπό μας για τους ψυχαναλυτές) δεν ενδιαφέρονται για τον έλεγχο των θεωριών τους. Όλες οι περιπτώσεις που διαψεύδουν την αναπαράσταση/ στερεότυπο, κατά κάποιον τρόπο αποκόπτονται από τον “κύριο κορμό” της ψυχανάλυσης. Σύμφωνα με αυτήν την ανάλυση, η πρόταση “η ψυχανάλυση είναι μη- διαψεύσιμη” δεν μπορεί ποτέ να διαψευστεί, αφού ο πυρήνας της αναπαράστασης πάντα βρίσκει ad hoc τρόπους να παραμένει αναλλοίωτος. 

Η πρόταση “η ψυχανάλυση είναι μη διαψεύσιμη” είναι μη-διαψεύσιμη!

2 σχόλια:

Robopsychologist είπε...

Είμαι επιφυλακτικός με την ψυχανάλυση. Παρ΄όλο που έχω διαβάσει εξαιρετικά ενδιαφέροντα πράγματα από ψυχαναλυτές κατά καιρούς. Δεν μπορώ να βρω καλύτερο τρόπο για να κάνω αισθητό το γιατί είμαι επιφυλακτικός, από το να παραθέσω ένα βίντεο από τον Λακάν και να ζητήσω να το παρακολουθήσετε. Κυρίως το 3ο μέρος, μετά το 3:50, όπου απαντά σε θεμελιώδη ερωτήματα όπως "τι είναι ψυχανάλυση": http://www.youtube.com/watch?v=874fNhM4QV4

Ο τρόπος που απαντά (ή δεν απαντά), συμπυκνώνει καλύτερα από κάθε επιστημολογικό επιχείρημα τις ενστάσεις μου για την ψυχανάλυση.

Μια λεπτομέρεια για το κείμενο: Σχετικά με την διαψευσιμότητα και την κατά Μπαλτά κορύφωση της ένστασης στην επαγωγή με την θέση Ντυέμ-Κουάιν και Κουν, ειλικρινά δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα. Οι πιθανοκρατικές εκδοχές της επαγωγής, ο Μπευσιανισμός και τα αντίστοιχά τους όσον αφορά την διάψευση είναι ένα ολόκληρο σύμπαν που απλά ανέφερε ο Μπαλτάς με δυο κουβέντες στο μάθημα του 1ου εξαμήνου. Είναι όμως αρκετά σημαντικά και δείχνουν μια άλλη πλευρά αυτών των εννοιών, αρκετά μακρυά από την απλουστευτική εικόνα που πήραμε...

ngyi83 είπε...

Το είδα. Δεν βλέπω κάτι τόσο self evident όσο λές. Πάντως έμαθα κάτι καινούργιο: ότι ο Λακάν υποστήριξε πρώτος ότι το ψυχωτικό παραλήρημα είναι πλήρες νοήματος. Βασική θέση της αντι-ψυχιατρικής, την οποία υπερασπιζόσουν προχτές;;

Δεύτερον, το ίδιο πράγμα που κάνεις με το βίντεο το έκανε πριν μερικούς μήνες και ένας γνωστός μου, ραιχικός ψυχαναλυτής. Άρα υπάρχει τουλάχιστον ένας ψυχαναλυτης που συμμερίζεται το ίδιο είδος "κοινής λογικής" με εσένα;;

Τρίτον, και εδώ δεν καταλαβαίνω Μπετόβεν, αλλά δεν το λέω δημόσια... Κυρίως γιατί δεν πιστεύω ότι η ζωή είναι σουπερμάρκετ.

Τέταρτον, ο Bayes πάει πιο πολύ σε εμπειρική επάρκεια. Δεν έχει να κάνει με διαψευσιμότητα.

Πέμπτον, το κείμενο δεν έχει ως κεντρικό θέμα τη διαψευσιμότητα, αλλά την επίκληση της μη-διαψευσιμότητας. Άρα κάτα κάποιον τρόπο είναι διαψευσιοκρατικό κείμενο.